χήρωσεν

χήρωσεν
χηρόω
make desolate
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χηρώ — όω, Α [χήρα] 1. καθιστώ κάτι κενό ή έρημο («ἅλις Πριάμου γαῑ ἐχήρωσ Ἑλλάδα», Ευρ.) 2. (με γεν.) στερώ κάποιον από κάτι 3. (με αιτ.) εγκαταλείπω, αφήνω («ἄταρ νέος ἔντροφος ἡελίου χήρωσεν αὐγάς», Αριστοτ.) 4. καθιστώ μια γυναίκα χήρα 5. (αμτβ.) α) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”